- πρόσκλητος
- πρόσ-κλητος, ον,A specially summoned, π. ἐκκλησία Sch. Ar.Ach.19; so πρόσκλητος, ἡ, alone, Ἀρχ. Ἐφ.1911.135 ([place name] Gonni);
ἐν προσκλήτῳ IG14.757
,760 (Naples, i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐν προσκλήτῳ IG14.757
,760 (Naples, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσκλητος — ον, Α [προσκαλῶ] 1. αυτός που κλήθηκε, που προσκλήθηκε 2. αυτός που συνέρχεται με πρόσκληση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρόσκλητος η συνέλευση 4. φρ. «πρόσκλητος ἐκκλησία» έκτακτη συνέλευση τού λαού στις δημοκρατούμενες ελληνικές πόλεις, την οποία… … Dictionary of Greek
πρόσκλητον — πρόσκλητος specially summoned masc/fem acc sg πρόσκλητος specially summoned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκλητοι — πρόσκλητος specially summoned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)